κοραλλιοπλάστης

From LSJ

οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοραλλιοπλάστης Medium diacritics: κοραλλιοπλάστης Low diacritics: κοραλλιοπλάστης Capitals: ΚΟΡΑΛΛΙΟΠΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: korallioplástēs Transliteration B: korallioplastēs Transliteration C: korallioplastis Beta Code: koralliopla/sths

English (LSJ)

κοραλλιοπλάστου, ὁ, one who makes images of coral, CIG3408 (Magn. Sip.).

Greek (Liddell-Scott)

κοραλλιοπλάστης: -ου, ὁ, ὁ κατασκευάζων ἀγάλματα ἐκ κοραλλίου, Σικελ. Ἐπιγραφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3408.

Greek Monolingual

κοραλλιοπλάστης, ὁ (Α)
επιγρ.
1. αυτός που κατασκευάζει αγαλμάτια από κοράλλια
2. (κατ' άλλους) αυτός που κατασκευάζει αγαλμάτια κορών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοράλλιον + -πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. αγγειοπλάστης, ζαχαροπλάστης. Κατ' άλλη άποψη, το α’ συνθετικό κορ-άλλιον είναι υποκορ. του κόρη (πρβλ. ξυστ-άλλιον, υποκορ. του ξῦστρον) ομώνυμο του κοράλλιον «κοράλλι», που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. όνομα].

German (Pape)

ὁ, der aus Korallen Bildchen macht, vgl. Ruhnk, zu Tim. lex. p. 166.