κουδούνι
Greek Monolingual
το (Μ κουδούνι και κουδούνιν και κουδούνιον)
κοίλο ορειχάλκινο όργανο με σχήμα κόλουρου κώνου, ανοιχτό από την κάτω πλευρά, το οποίο όταν κρούεται με ένα σφαιροειδές κατασκεύασμα, το γλωσσίδι, που κρέμεται μέσα σ' αυτό, αναδίδει παλμώδη μεταλλικό ήχο
νεοελλ.
μικρή ηχητική συσκευή που είναι μέσο διαβίβασης ηχητικών κλήσεων
2. μουσ. ιδιόφωνο μεταλλικό όργανο που είναι μια μικρή καμπάνα
3. στον πληθ. τα κουδούνια
μικρά σταφύλια που μένουν μετά τον τρύγο, αλλ. καμπανάρια
4. φρ. α) «του κρέμασαν κουδούνια» — τον κατηγόρησαν, τον δυσφήμησαν, τον κατασυκοφάντησαν (συνήθως για ερωτική παρεκτροπή)
β) «έγινα κουδούνι» ή «έγινε κουδούνι το κεφάλι μου» — ζαλίστηκα πολύ
γ) «χωρίς πομπή κουδούνι» — κακολογία, κατηγορία, δυσφήμηση χωρίς αιτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. κουδούνι < κωδώνιον, υποκορ. του κώδων, με κώφωση τών δύο -ω- και απώλεια της υποκορ. σημ.].