κρυάδα
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
Greek Monolingual
(Μ κρυάδα)
1. το αίσθημα του κρύου, το κρύο, η ψυχρότητα
2. κρυολόγημα
στον πληθ. οι κρυάδες
ρίγος, τρεμούλα, σύγκρυο
νεοελλ.
1. ανατριχίλα, φρικίαση
2. μτφ. απροθυμία, αδιαφορία
3. μτφ. σαχλό αστείο («είπε πάλι τις κρυάδες του κι έφυγε»)
4. φρ. «παίρνω την κρυάδα» — εγκλιματίζομαι κάπως απότομα σε μια νέα κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύος + κατάλ. -άδα (πρβλ. φρεσκάδα, χλομάδα)].