κρυπτολογία

From LSJ

ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)

Source

Greek Monolingual

η
1. η επιστήμη και η τεχνική τών μέσων και τών μεθόδων μετάδοσης και λήψης μυστικών μηνυμάτων
2. μελέτη αποτελεσμάτων που είναι και παραμένουν κρυμμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cryptology < crypto- (< κρυπτο-) + -logy (< -λογία < -λόγος < λέγω.