κρυώνω
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
Greek Monolingual
(Μ κρυώνω) κρύος
1. (αμτβ.) αισθάνομαι ψύχος, ριγώ («όλη τη νύχτα κρύωνα»)
2. (αμτβ.) ψύχομαι, υφίσταμαι ψύξη, ψυχραίνομαι («πιες τον καφέ σου, γιατί θα κρυώσει»)
νεοελλ.
1. (μτβ.) καθιστώ κάτι ψυχρό, ψύχω
2. (αμτβ.) κρυολογώ («κρύωσα επειδή βγήκα λουσμένη»)
3. μτφ. δυσαρεστώ, απογοητεύω, αποκαρδιώνω κάποιον («τα λόγια του μέ κρύωσαν»)
4. μτφ. δυσαρεστούμαι με κάποιον («από τότε που της μίλησα μ' αυτόν τον τρόπο κρύωσε μαζί μου»).