κτίση

From LSJ

Δειλοῦ γὰρ ἀνδρὸς δειλὰ καὶ φρονήματα → Etiam consilia ignava ignavi sunt viri → Des feigen Mannes Denkungsart ist feige auch

Menander, Monostichoi, 128

Greek Monolingual

η (AM κτίσις) κτίζω
1. κτίσιμο, ίδρυση, θεμελίωση, ανέγερση («η κτίση της Ρώμης» — η ίδρυση της Ρώμης ως αφετηρία χρονολόγησης που χρησιμοποιήθηκε από Λατίνους συγγραφείς και απαντά σε επιγραφές και η οποία, κατά την επικρατέστερη εκδοχή, τοποθετείται στο 753 π.Χ.)
2. η δημιουργία του κόσμου εκ του μηδενός, η πλάση («ἀπὸ δὲ ἀρχῆς κτίσεως ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτοὺς ὁ θεός»)
3. η φύση, η πλάση, ο κόσμος, η οικουμένη, το σύμπαν (α. «οἱ Οὐρανοὶ ἀγάλλονται, χαίρετ' ἡ κτίσις ὅλη» β. «βασιλεῡ πάσης κτίσεως», ΠΔ)
μσν.
πλάσμα, μορφή
αρχ.
1. αποίκιση, οικισμός αποικίας («ἔτεσιν ἐγγύτατα πέντε καὶ τριάκοντα καὶ ἑκατὸν μετὰ Συρακουσῶν κτίσιν», Θουκ.)
2. πράξη, έργο
3. κανόνας, διάταξη, αρχή («ὑποτάγητε οὖν πάση ἀνθρωπίνη κτίσει διὰ τὸν Κύριον», ΚΔ).