κυανόπεπλος
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
English (LSJ)
κυανόπεπλον, dark-veiled, of Demeter mourning for her daughter, h.Cer.319, 360, 374; of Leto, Hes.Th.406. [ῡ, metri gr.].
German (Pape)
[Seite 1521] mit dunklem, schwarzem Gewande; von der um die geraubte Tochter trauernden Demeter, H. h. Cer. 320 u. öfter; Leto, Hes. Th. 406.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au voile sombre ou noir.
Étymologie: κύανος, πέπλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυανόπεπλος -ον [κύανος, πέπλος] met donkere peplos.
Russian (Dvoretsky)
κῡᾰνόπεπλος: в темном одеянии, одетый в траур (Δημήτηρ HH; Λητώ Hes.).
Greek Monolingual
κυανόπεπλος, -ον (Α)
(για τη Δήμητρα ή για τη Λητώ) αυτή που φορά μαύρο πέπλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πέπλος (πρβλ. κροκόπεπλος, ροδόπεπλος)].
Greek Monotonic
κυᾰνόπεπλος: -ον, αυτός που έχει μελανόχρωμο, σκουρόχρωμο μανδύα ή πέπλο, σε Ομηρ. Ύμν. (ῡ, χάριν μέτρου).
Greek (Liddell-Scott)
κυᾰνόπεπλος: -ον, ἐπὶ τῆς Δήμητρος πενθούσης διὰ τὴν θυγατέρα της, ἡ ἔχουσα μέλανα πέπλον, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 320, 361, 375· ἐπὶ τῆς Λητοῦς, Ἡσ. Θ. 406. ῡ, χάριν τοῦ μέτρου.