κωλυσανέμας

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωλῡσᾰνέμας Medium diacritics: κωλυσανέμας Low diacritics: κωλυσανέμας Capitals: ΚΩΛΥΣΑΝΕΜΑΣ
Transliteration A: kōlysanémas Transliteration B: kōlysanemas Transliteration C: kolysanemas Beta Code: kwlusane/mas

English (LSJ)

-ου, ὁ, or κωλῡσάνεμος, ὁ, checking the winds, epithet of Empedocles, Timae.94, Suid. s.v. Ἐμπεδοκλῆς; cf. ἀλεξάνεμος.

German (Pape)

[Seite 1543] ὁ, der die Winde abhält; so wurde Empedokles genannt, als Einer, der die Winde beschwören könne, VLL. u. D. L. 8, 60. Bei Suid. v. ἄπνους κωλυσάνεμος

Russian (Dvoretsky)

κωλῡσᾰνέμᾱς: ου adj. m унимающий ветры (эпитет «чудотворца» Эмпедокла) Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

κωλῡσᾰνέμας: -ου, ὁ, ἢ κωλῡσάνεμος, ον, ὁ κωλύων τοὺς ἀνέμους, ἐπίθετ. τοῦ Ἐμπεδοκλέους καλουμένου οὕτως ὡς ὑπισχνουμένου τοῖς Ἀκραγαντίνοις κωλύσειν τοὺς ἀνέμους πνεῖν κατὰ τῆς πόλεως αὐτῶν, Διογ. Λ. 8. 60, Κλήμ. Ἀλ. 754, Σουΐδ. ἐν λ. Ἐμπεδοκλῆς· οὕτως, Ἀλεξάνεμος, Ἰάμβλιχ. ἐν Βίῳ Πυθ. § 136, Πορφύρ. ἐν Βίῳ Πυθ. 29.

Greek Monolingual

κωλυσανέμας και κωλυσάνεμος, ὁ (Α)
αυτός που εμποδίζει τους ανέμους να πνέουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κωλυσ- του κωλύω (πρβλ. κώλυσις) + ἄνεμος. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.