λάδανον
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
v. λήδανον.
German (Pape)
[Seite 5] τό, Baumharz, Gummi, nach Her. 3, 112 die arabische Benennung, griechisch λήδανον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
c. λήδανον.
Russian (Dvoretsky)
λάδᾰνον: τό ион. Her. = λήδανον.
Greek (Liddell-Scott)
λάδᾰνον: τό, ἴδε ἐν λέξ. κιννάμωμον.
Greek Monotonic
λάδᾰνον: Ιων. λήδανον, τό, αρωματική τσίκλα, μαστίχα, κόμμι, σε Ηρόδ. (ξεν. προέλ.).
Middle Liddell
λάδᾰνον, Ionic λήδανον, ου, τό,
an aromatic gum, gum mastich, Hdt. [Foreign word.]