λασπώνω

From LSJ

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497

Greek Monolingual

λασπώνω) λάσπη
1. λερώνω με λάσπες («λάσπωσα τα παπούτσια μου»)
2. μτφ. προσβάλλω την υπόληψη κάποιου, κατασπιλώνω
νεοελλ.
1. επιχρίω επιφάνεια, ιδίως τοίχου, με τεχνητή λάσπη κατά την οικοδόμηση
2. γεμίζω με λάσπες («λάσπωσα ώς τα γόνατα»)
3. γίνομαι πολτώδης σαν τη λάσπηπάλι λάσπωσε το ρύζι»)
4. φρ. α) «λάσπωσε η δουλειά» — η υπόθεση ήλθε σε αδιέξοδο ή περιεπλάκη
β) «τά λάσπωσε» — έφερε την υπόθεση σε αδιέξοδο, τά 'κανε θάλασσα.