λινόχλαινος
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
λινόχλαινον, with linen mantle, D.P.1096, Nonn. D.26.58.
German (Pape)
[Seite 50] mit leinenem Oberkleide; Dion. Per. 1096; Nonn. D. 26, 59.
Greek (Liddell-Scott)
λῐνόχλαινος: -ον, ὁ ἔχων λινῆν χλαῖναν, Διον. Π. 1096, Νόνν. Δ. 26. 58.
Greek Monolingual
λινόχλαινος, -ον (Α)
αυτός που έχει λινή χλαίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -χλαινος (< χλαῖνα), πρβλ. θηρόχλαινος, λεοντόχλαινος].