μαργαρίνη

From LSJ

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source

Greek Monolingual

η
τρόφιμο που παρασκευάζεται από μίγμα ζωικών και φυτικών, κυρίως, λιπών υπό μορφή γαλακτώματος σε τυρόγαλα ή σε γάλα που έχει υποστεί ζύμωση, και το οποίο έχει την πυκνότητα, την όψη, τη γεύση και την οσμή του βουτύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. margar-ine < μάργαρον. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς].