μελαμβαφής

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαμβᾰφής Medium diacritics: μελαμβαφής Low diacritics: μελαμβαφής Capitals: ΜΕΛΑΜΒΑΦΗΣ
Transliteration A: melambaphḗs Transliteration B: melambaphēs Transliteration C: melamvafis Beta Code: melambafh/s

English (LSJ)

ές, dark-dyed, Poll. 7.129; cf. μελαμβαθής.

German (Pape)

[Seite 118] ές, schwarzgefärbt, Suid., auch v.l. für das Vorige, bei Aesch.

Greek Monolingual

μελαμβαφής, -ές (ΑM)
βαμμένος μαύρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + βαφής (< βάπτω), πρβλ. αιμοβαφής, ερυθροβαφής].

Russian (Dvoretsky)

μελαμβᾰφής: окрашенный в черное (Aesch. - v.l. к μελαμβαθής).