μεμψιμοιρέω

From LSJ

Ἦθος προκρίνειν χρημάτων γαμοῦντα δεῖ → Ex moribus, non aere, nupturam aestima → Bewerte den Charakter nicht das Geld der Braut

Menander, Monostichoi, 211
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεμψῐμοιρέω Medium diacritics: μεμψιμοιρέω Low diacritics: μεμψιμοιρέω Capitals: ΜΕΜΨΙΜΟΙΡΕΩ
Transliteration A: mempsimoiréō Transliteration B: mempsimoireō Transliteration C: mempsimoireo Beta Code: memyimoire/w

English (LSJ)

A grumble, complain of, τινι Plb.18.8.3, D.S.17.77; τισὶν ἐπί τινι Plb.18.48.7; περί τινος D.S.17.79; ὅτι… Luc.Sacr.1.
II blame, bear a grudge against, [τινὶ] οὐδέν Decr. ap. D.18.74, cf. Plu.CG8.

German (Pape)

[Seite 130] sich über sein Schicksal beklagen, unzufrieden sein, übh. sich beklagen, Luc. Iov. Trag. 40; auch τινί τι, Einem Etwas vorwerfen, ὅτι οὐ μεμψιμοιρεῖ αὐτῷ ὁ δῆμος οὐδέν, Dem. 18, 74, in einem Psephisma; Sp., wie D. Sic. – Adj. verb. μεμψιμοιρητέον, Pol. 4, 60, 9.

French (Bailly abrégé)

μεμψιμοιρῶ :
1 se plaindre de son sort, ὅτι en ce que;
2 adresser des reproches : τινί τι se plaindre à qqn de qch.
Étymologie: μεμψίμοιρος.

Russian (Dvoretsky)

μεμψῐμοιρέω:
1 жаловаться на свою судьбу, быть недовольным Luc., Plut.;
2 порицать, упрекать (τινι Diod.): μ. τινί τι Dem., τινι περί τινος Diod. и τινι ἐπὶ τινι Polyb. жаловаться кому-л. на кого(что)-л.

Greek (Liddell-Scott)

μεμψῐμοιρέω: παραπονοῦμαι κατὰ τῆς μοίρας μου, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 40· Ἀρτέμιδος μεμψιμοιρούσης ὅτι μὴ παρελήφθη πρὸς τὴν θυσίαν ὁ αὐτ. π. Θυσιῶν 1· μ. τινι ἐπί τινι Πολύβ. 18. 31, 8· περί τινος Διόδ. 17. 79. ΙΙ. ὡς τὸ μέμφομαι 2, ἀποδίδω τι εἴς τινα ὡς ἄξιον μομφῆς, τινί τι, ψήφισμα παρὰ Δημ. 249. 25· - Ρημ. ἐπίθ. μεμψιμοιρητέον, Πολύβ. 4. 60, 9.

Greek Monotonic

μεμψῐμοιρέω: μέλ. -ήσω,
I. παραπονιέμαι για τη μοίρα μου, σε Λουκ.
II. καταλογίζω σε κάποιον κάτι ως σφάλμα, τί τινι, σε Δημ.

Middle Liddell

μεμψῐμοιρέω, fut. -ήσω
I. to complain of fate, Luc.
II. to impute as blameworthy, τί τινι ap. Dem.