μοιρηγενής

From LSJ

ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάοςglad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοιρηγενής Medium diacritics: μοιρηγενής Low diacritics: μοιρηγενής Capitals: ΜΟΙΡΗΓΕΝΗΣ
Transliteration A: moirēgenḗs Transliteration B: moirēgenēs Transliteration C: moirigenis Beta Code: moirhgenh/s

English (LSJ)

μοιρηγενές, (γενέσθαι) favoured by Moira at one's birth, child of Destiny, Il.3.182.

German (Pape)

[Seite 198] ές, zum Glück geboren, von der Parce bei der Geburt begünstigt, Glückskind, ὦ μάκαρ Ἀτρείδη, μοιρηγενές, ὀλβιόδαιμον, Il. 3, 182.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
né d'un heureux destin ou pour un heureux destin.
Étymologie: μοῖρα, γένος.

Russian (Dvoretsky)

μοιρηγενής: наделенный счастливой судьбой, рожденный для счастья (Ἀτρείδης Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

μοιρηγενής: -ές, (γενέσθαι) ὁ εὐνοηθεὶς ὑπὸ τῆς μοίρας κατὰ τὴν γέννησιν, ὁ γεννηθεὶς εὐτυχής, καλότυχος, Ἰλ. Γ. 182.

English (Autenrieth)

voc. -ές: child of destiny, Fortune's child, Il. 3.182†.

Greek Monolingual

μοιρηγενής, -ές (Α)
(επικ. τ.) αυτός που ευνοήθηκε από τη μοίρα κατά τη γέννηση, ο γεννημένος ευτυχής, καλότυχος («ὦ μάκαρ Ἀτρείδη, μοιρηγενές, ὀλβιόδαιμον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + -γενής (< γένος). Το -η- οφείλεται σε μετρικοὺς λόγους].

Greek Monotonic

μοιρηγενής: -ές (γίγνομαι), παιδί του Πεπρωμένου, που το ευνόησαν οι Μοίρες κατά τη γέννησή του, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

μοιρη-γενής, ές γίγνομαι
child of destiny, Il.