μουντζουρώνω

From LSJ

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source

Greek Monolingual

και μουτζουρώνω και μουζουρώνω (Μ μουντζουρώνω και μουρτζουλώνω και μουτζουλώνω) μουντζούρα
αλείφω το πρόσωπο κάποιου με καπνιά για διαπόμπευση
νεοελλ.
1. λερώνω κάποιον ή κάτι με μελάνι ή άλλη βαθύχρωμη ουσία
2. γράφω δυσανάγνωστα γράμματα, σχεδιάζω ορνιθοσκαλίσματα ή κάνω ακανόνιστα σχέδια
3. μτφ. ντροπιάζω, ατιμάζω
4. φρ. «αυτός μουντζουρώνει το χαρτί» — λέγεται για συγγραφέα κακό και πολυγράφο.