μυρόροδον
From LSJ
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
English (LSJ)
τό, an Indian tree, Ctes.Fr.57.28.
Greek (Liddell-Scott)
μυρόροδον: τό, δένδρον ἐν Ἰνδικῇ, ὑψηλὸν ὥσπερ κέδρος ἢ κυπάρισσος, ἐξ οὗ ῥέει εὐῶδες ἔλαιον, Κτησ. Ἰνδ. 28, σ. 49, 33.
Greek Monolingual
μυρόροδον, τὸ (Α)
δέντρο της Ινδικής Χερσονήσου ψηλό σαν κέδρος ή κυπαρίσσι, που εκκρίνει ευώδη ουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + ρόδον].