μωμητός

From LSJ

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μωμητός Medium diacritics: μωμητός Low diacritics: μωμητός Capitals: ΜΩΜΗΤΟΣ
Transliteration A: mōmētós Transliteration B: mōmētos Transliteration C: momitos Beta Code: mwmhto/s

English (LSJ)

μωμητή, μωμητόν,
A to be blamed, A.Th. 508, Luc.Alex.3.
2 bringing disgrace, ἀστήρ Cat.Cod.Astr.2.163.

German (Pape)

[Seite 225] tadelnswert, Aesch. Spt. 490 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
blâmable.
Étymologie: μωμάομαι.

Russian (Dvoretsky)

μωμητός: вызывающий насмешки, т. е. достойный порицания Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

μωμητός: -ή, -όν, ἄξιος ψόγου, ψεκτός, μεμπτός, Αἰσχύλ. Θήβ. 508.

Greek Monolingual

μωμητός, -ή, -όν (Α) μωμώμαι
1. αυτός που είναι άξιος ψόγου, μεμπτός, αξιοκατάκριτος
2. δυσμενής.

Greek Monotonic

μωμητός: -ή, -όν (μωμάομαι), αξιοκατάκριτος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

μωμητός, ή, όν μωμάομαι
to be blamed, Aesch.

Translations