μώμησις
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
English (LSJ)
-εως, ἡ, blame, censure, Sch.Il. 2.199.
German (Pape)
[Seite 225] ἡ, das Tadeln, Schol. Il. 2, 199.
Greek (Liddell-Scott)
μώμησις: -εως, ἡ, κατηγορία, ψόγος, κατάκρισις, Σχόλ. Βεν. εἰς Ἰλ. Β. 199.
Greek Monolingual
μώμησις, ἡ (Α) μωμώμαι
μομφή, κατηγορία, χλευασμός, ψόγος.
Translations
censure
Armenian: պարսավանք, նախատինք; Old Armenian: դսրով; Bulgarian: неодобрение; Catalan: censura; Finnish: moittiminen; Galician: censura; German: Tadel, Zurechtweisung, Kritik, Ermahnung, Tadeln, Zurechtweisen, Kritisieren, Ermahnen; Greek: κριτική, επίκριση, μομφή; Ancient Greek: ἐγκλησία, ἐπηγορία, ἐπίπλαξις, ἐπίπληξις, ἐπιτίμημα, κάκισις, κακισμός, κατάγνωσις, κατηγόρημα, μέμψις, μομφή, μῦμαρ, μῶμαρ, μώμημα, μώμησις, μῶμος, ὀνείδισμα, ὄνειδος, ὄνοσις, ψέξις, ψόγος; Middle English: blame; Russian: порицание, нарекание; Sanskrit: निन्दा; Spanish: censura; Tagalog: pula; Tocharian B: nāki; Ukrainian: осуд, засудження; Zazaki: sansur