νεμεσώ

From LSJ

σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κινεῖ → God helps those who help themselves, God helps them that help themselves, heaven helps those who help themselves, the Lord helps those who help themselves, move your hand along with Athena, move your hand along with Minerva, fortune favors the prepared mind, fortune favours the prepared mind, chance favors the prepared mind, chance favours the prepared mind

Source

Greek Monolingual

νεμεσῶ, -άω (ΑΜ, Α και νεμεσσῶ, -άω)
1. (συν. για τους θεούς) αισθάνομαι δίκαιη οργή και αγανάκτηση για την παρά την αξία κάποιου ευτυχία ή δυστυχία του («τῷ δὲ θεοὶ νεμεσῶσι καὶ ἄλγεα δῶκαν ὀπίσσω», Ησίοδ.)
2. (για ανθρώπους) οργίζομαι με κάποιον ή με κάτι («νεμεσῶσί τε μάλιστα αὖ τοῖς εἰς ὀρφανὰ καὶ ἔρημα ὑβρίζουσι», Πλάτ.)
3. (για την τύχη) φθονώ, ζηλεύω («τὰς εὐπραγίας ἡ τύχη τισὶ ἐνεμέσηστε», Ιώσ.)
4. μέσ. νεμεσῶμαι, -άομαι
α) (με ενεργ. σημ.) αγανακτώ
β) θεωρώ κάτι κακό, απρεπές, αποστρέφομαι κάτι
γ) αισθάνομαι ντροπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέμεσις, κατά τα ρ. σε -άω. Ο τ. με δύο -σσ- οφείλεται σε μετρικούς λόγους].