ξεράδι

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455

Greek Monolingual

το
ξερό κλαδί δένδρου ή φυτού, ξερόκλαδο
2. φρύγανο
3. (σε φράσεις που δηλώνουν περιφρόνηση) το πόδι, το χέρι, (α. «μη σηκώνεις το ξεράδι σου» β. «πάρε από τη μέση τα ξεράδια σου»)
4. (στον πληθ. ως επίρρ. σε φράσεις που χρησιμοποιούνται επιτιμητικά) ξεράδια
τίποτε (- «Τα ξέρω όλα!»
- Ξεράδια ξέρεις!»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξερός + κατάλ. -άδι (πρβλ. ασπράδι), ή απευθείας από το ξηράδα ως υποκορ.].