ξόανο
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
Greek Monolingual
και ξόγανο, το (ΑΜ ξόανον)
πανάρχαιο λατρευτικό είδωλο, ομοίωμα θεού κατασκευασμένο κατά κανόνα από ξύλο, συνήθως κακότεχνο
νεοελλ.
μτφ. α) άνθρωπος ανόητος, κουτός, «κούτσουρο»
β) άνθρωπος άσχημος, κακοφτειαγμένος
μσν.-αρχ.
(υβριστικά) κάθε ειδωλολατρικό άγαλμα
αρχ.
1. ομοίωμα θεού το οποίο πιστευόταν ότι είχε στείλει εξ ουρανού ο Ζευς
2. παράσταση, απεικόνιση σκαραβαίου
3. είδος μουσικού οργάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από την ετεροιωμένη βαθμίδα ξο- του ξέω + επίθημα -ανον (πρβλ. όχανον, πλόκανον)].