οινοπνευματώδης
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
Greek Monolingual
-ες 1. αυτός που περιέχει οινόπνευμα, οινοπνευματούχος, αλκοολούχος
2. φρ. «οινοπνευματώδη ποτά» ή, απλώς, «οινοπνευματώδη» — ποικιλία ποτών που συνίστανται σε διάλυμα το οποίο περιέχει αλκοόλη, συνήθως αιθυλική, που προκύπτει από τη ζύμωση σακχάρου ή αμυλούχων υλών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνόπνευμα + -ώδης. Η λ. μαρτυρείται από το 1842 στον Ξ. Λάνδερερ].