ορατότητα
From LSJ
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
Greek Monolingual
η ορατός
1. η ιδιότητα του ορατού, το να μπορεί κάτι να γίνεται αντιληπτό με την όραση
2. η μέγιστη απόσταση προς μία κατεύθυνση στην οποία είναι δυνατό να διακρίνει και να εξακριβώσει κανείς με γυμνό οφθαλμό διάφορα αντικείμενα κατά την ημέρα και με τεχνητό φωτισμό κατά τη νύχτα
3. (μετεωρ.) ο βαθμός διαφάνειας του ατμοσφαιρικού αέρα.