οἰνοθήρας
Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist
English (LSJ)
-ου, ὁ, a plant the root of which smells of wine or was used to flavour wine; but in the best Mss. of Thphr. HP 9.19.1 it is ὀνοθήρας, as in Dsc.4.117 and Gal.12.89; called also ὀνάγρα, Gal.l.c., and ὀνόθουρις ibid., Aët.15.15; cf. onothuris, Plin. HN24.167.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνοθήρας: -ου, ὁ, φυτόν τι, οὗ ἡ ῥίζα ἔχει ὀσμὴν οἴνου ἢ ἐχρησίμευεν εἰς παρασκευὴν οἴνου· ἀλλ’ ἐν τοῖς ἀρίστοις τῶν Ἀντιγράφ., τοῦ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 19. 1, φέρεται ὀνοθήρας, ὡς παρὰ Διοσκ. 4. 118 καὶ Γαλην., ὅστις δίδει εἰς αὐτὸ καὶ τὰ ὀνόματα, ὀνάγρα, ὄνουρις (ἢ ὀνόθουρις)· ὁ Πλίνιος καλεῖ αὐτὸ onothera καὶ onotheris.
Greek Monolingual
οἰνοθήρας ὁ (Α)
(πιθ. γρφ.) φυτό του οποίου η ρίζα είχε οσμή οίνου ή χρησίμευε για αρωματισμό του οίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -θήρας (< θήρα), πρβλ. χρυσοθήρας].
German (Pape)
ὁ, ein Strauch, dessen Wurzel nach Wein riecht, Theophr., mit der v.l. ὀνοθήρας.