πάνακες

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰ́νακες Medium diacritics: πάνακες Low diacritics: πάνακες Capitals: ΠΑΝΑΚΕΣ
Transliteration A: pánakes Transliteration B: panakes Transliteration C: panakes Beta Code: pa/nakes

English (LSJ)

τό, v. πανακής II: -ους, τό, all-heal, Ferulago galbanifera, Hp.Mul. 2.201, Thphr. HP 9.7.2, etc.; πάνακες Ἀσκληπίειον = Aesculapius' all-heal, Echinophora tenuifolia, ib.9.8.7, 9.11.1; πάνακες Ἡράκλειον = πανάκεια 1.2a, ib.9.11.3, Dsc.3.48; πάνακες Κενταύρειον = Centaury, Centaurea salonitana, Plin.HN25.33, Sch.Nic.Th.564; πάνακες λεπτόφυλλον = feverfew, Erythraea centaurium, Thphr. HP 9.11.4; πάνακες Χειρώνειον = elecampane, Inula helenium, ib.9.11.1; also, = Chiron's all-heal, Hypericum olympicum, Nic. Th.565 (cf. 500), Dsc.3.50, Gal.12.95.

Greek Monolingual

πάνακες, τὸ (Α)
ονομασία διαφόρων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. πανακής, με αναβιβασμό του τόνου].