πάρωρος
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
πάρωρον, (ὥρα)
A out of season, untimely, βλαστήσεις, καρποτοκίαι, Thphr. CP5.1.3: neut. πάρωρα as adverb, AP12.199 (Strat.).
II beyond the proper time, π. πρός τι too old for... Epicur.Ep.3p.59U.
German (Pape)
[Seite 530] außer der rechten, günstigen Jahreszeit, unzeitig, Theophr. u. A.; über die rechte Zeit hinaus, zu spät, Epicur. bei Diog. L. 10, 122; – πάρωρα βλέπω, Strat. 41 (XII, 1991, adverbial, wie πάρωρα πλευστέον, Cic. Att. 10, 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vient hors de saison, intempestif ; plur. n. adv. • πάρωρα, hors de saison.
Étymologie: παρά, ὥρα.
Russian (Dvoretsky)
πάρωρος: несвоевременный, запоздалый Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
πάρωρος: -ον, (ὥρα) ἔξω τῆς ὥρας, παράκαιρος, βλάστησις, καρποτοκία Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 1, 3, κτλ.· οὐδ. πάρωρα, ὡς ἐπίρρ., Ἀνθ. Π. 12. 199. Κικ. πρὸς Ἀττ. 10. 12, 2. ΙΙ. πέραν τοῦ προσήκοντος χρόνου, «παράκαιρα», Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 122.
Greek Monolingual
-η, -ο / πάρωρος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που γίνεται ή συμβαίνει πέρα από την κανονισμένη ώρα, ο παράκαιρος.
επίρρ...
πάρωρα ΝΜΑ
σε ώρα περασμένη, αργά τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -ωρος (< ὥρα), πρβλ. πρόωρος].
Greek Monotonic
πάρωρος: -ον (ὥρα), αυτός που βρίσκεται εκτός εποχής, ανεπίκαιρος· ουδ. πάρωρα ως επίρρ., σε Ανθ.
Middle Liddell
πάρ-ωρος, ον, [ὥρα]
out of season, untimely: neut. πάρωρα as adv., Anth.