πα

From LSJ

Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm

Menander, Monostichoi, 201
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πα Medium diacritics: πα Low diacritics: πα Capitals: ΠΑ
Transliteration A: pa Transliteration B: pa Transliteration C: pa Beta Code: pa

English (LSJ)

apoc. for παρά, πα Δάματρα, π. Δάματρι, GDI3536a20, 3542.11 (Cnidus).

Greek Monolingual

(I)
πᾷ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. πη (II).
(II)
επιφώνημα που, επαναλαμβανόμενο πα, πα, πα, δηλώνει έκπληξη, δυσφορία ή άρνηση αποδοχής.
(III)
πα (Α)
αποκοπή της πρόθεσης παρά («πα Δάματρα», επιγρ.).
(IV)
πᾳ (Α)
(δωρ. τ. αντί ὅπα) βλ. όπα.
(V)
πᾳ (Α)
(δωρ. τ. αντί ὅπου) βλ. όπου.
(VI)
πᾳ (Α)
(δωρ. εγκλιτ. τ. αντί πῃ) βλ. πη.
(VII)
μουσ. ο πρώτος φθόγγος της κλίμακας της βυζαντινής μουσικής, αντίστοιχος περίπου προς τον ρε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. νη (ΙΙ)].

German (Pape)

[ᾱ], indef. = πη.