παραφράζω
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
say the same thing in other words, paraphrase, ἐνθύμημα μεταφράζειν καὶ π. Ph.2.140; γνώμην Hermog.Prog.4, cf. Gal. 15.467; βιβλίον ὅλον Eust.1406.19: abs., τὸ π. Hermog.Meth.24, cf. Gal.5.678; ἐξ Ὁμήρου π. Eust.239.23.
German (Pape)
[Seite 507] (s. φράζω), neben Einem reden; zu der Rede eines Andern Etwas hinzufügen, sie erweitern, um sie zu erklären, umschreiben, Eust.; auch nachahmen, Schäf. Schol. Par. Ap. Rh. 3, 158.
Greek (Liddell-Scott)
παραφράζω: λέγω τὸ αὐτὸ πρᾶγμα μὲ ἄλλας λέξεις, Εὐστ. 239. 23., 1406. 19, κτλ.· πρβλ. παραγράφω Ι. 2.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
1. εκφράζω, διατυπώνω το ίδιο πράγμα με άλλες λέξεις
2. μεταφράζω ελεύθερα, αποδίδω τα νοήματα ελεύθερα
μσν.
μιμούμαι («ἐξ Ὁμήρου παραφράσας Εὐριπίδης», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + φράζω «λέω, διηγούμαι»].
Translations
paraphrase
Arabic: سَرَدَ; Bulgarian: преразказвам, парафразирам; Chinese Mandarin: 釋義/释义, 意譯/意译, 復述/复述; French: paraphraser; Galician: parafrasear; German: umschreiben, paraphrasieren, sinngemäß wiedergeben; Greek: παραφράζω; Ancient Greek: παραφράζω; Hungarian: elmagyaráz, körülír, parafrazál; Italian: parafrasare; Japanese: 言い換える, 引用; Portuguese: parafrasear; Romanian: parafraza, perifraza; Russian: парафразировать, пересказывать; Spanish: parafrasear; Swahili: fasili; Thai: ถอดความ; Turkish: açımlamak, şerh etmek, teşrih etmek; Ukrainian: парафразувати, перефразовувати, перефразувати