παραχρηστηριάζω

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραχρηστηριάζω Medium diacritics: παραχρηστηριάζω Low diacritics: παραχρηστηριάζω Capitals: ΠΑΡΑΧΡΗΣΤΗΡΙΑΖΩ
Transliteration A: parachrēstēriázō Transliteration B: parachrēstēriazō Transliteration C: parachristiriazo Beta Code: paraxrhsthria/zw

English (LSJ)

give a false oracle, Str.9.2.4.

German (Pape)

[Seite 508] mit dem Orakel einen Betrug spielen, Strab. 9, 2, 4.

French (Bailly abrégé)

rendre un oracle menteur.
Étymologie: παρά, χρηστηριάζω.

Greek (Liddell-Scott)

παραχρηστηριάζω: δίδω ψευδῆ χρησμόν, Στράβ. 402.

Greek Monolingual

Α δίνω ψευδείς χρησμούς, απατώ κάποιον δίνοντας σ' αυτόν ψευδή χρησμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + χρηστηριάζω «δίνω χρησμό»].

Greek Monotonic

παραχρηστηριάζω: μέλ. -σω, δίνω λανθασμένο χρησμό, σε Στράβ.

Middle Liddell

fut. σω
to give a false oracle, Strab.