περαστικός

From LSJ

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό περαστός
1. αυτός που περνά, διαβαίνει από κάπου χωρίς να μένει, ο διαβατικός
2. παροδικός, εφήμερος («περαστική μπόρα»)
3. (για τόπο, δρόμο) αυτός από τον οποίο διέρχονται πολλοί, ο πολυσύχναστος
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) περαστικά
(για νόσους) αυτά που περνούν χωρίς να προκαλούν ανεπανόρθωτες συνέπειες
5. φρ. «περαστικά» — ευχή σε άρρωστο ή στους συγγενείς του για γρήγορη ανάρρωση.