περιπάτημα
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
Greek Monolingual
το, ΝΜ, και περπάτημα και πορπάτημα, Ν περιπατώ / περπατώ
ο χαρακτηριστικός τρόπος με τον οποίο περπατάει κάποιος, η περπατησιά
νεοελλ.
1. το να περπατάει κανείς, το να βαδίζει πεζή, η πορεία («κουράστηκα απ' το πολύ περπάτημα»
2. στον πληθ. τα περπατήματα
α) οι βόλτες, οι περίπατοι
β) οι διασκεδάσεις
μσν.
στον πληθ. τα διαβήματα.