πιπιλίζω

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source

Greek Monolingual

και πιπιλώ, -άω, Ν
1. γλείφω κάτι αργά αργά και για πολλή ώρα με ελαφρές συσπαστικές κινήσεις τών χειλιών και της γλώσσας, βυζαίνω
2. φρ. «μού [σού, του] πιπιλίζει ή πιπίλισε το μυαλό»
μτφ. μέ [σέ, τον] ζαλίζει ή ζάλισε με την παρατεταμένη φλυαρία του για το ίδιο θέμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pipilare (κατά τα ρ. σε -ίζω / -άω), ενώ κατ' άλλους από το αρχ. πιπ(π)ίζω].