πλατύτης

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰτύτης Medium diacritics: πλατύτης Low diacritics: πλατύτης Capitals: ΠΛΑΤΥΤΗΣ
Transliteration A: platýtēs Transliteration B: platytēs Transliteration C: platytis Beta Code: platu/ths

English (LSJ)

[ῠ], ητος, ἡ,
A breadth, width, of the liver, Hp.VM22; of animals, X.Cyr.1.4.11.
2 amplitude, ἑρμηνείας D.L.3.4.
3 breadth of pronunciation, Demetr.Eloc.177.

German (Pape)

[Seite 627] ητος, ἡ, Breite, Weite, Xen. Cyr. 1, 4, 11.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
largeur.
Étymologie: πλατύς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλατύτης -ητος, ἡ [1. πλατύς] breedte; Hp.; omvang. Xen. Cyr. 1.4.11.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰτύτης: ητος (ῠ) ἡ
1 большой объем, крупные размеры (θηρίων Xen.);
2 пространность, обширность (ἑρμηνείας Diog. L.);
3 грам. (о звуках) протяжность или открытость.

Greek Monotonic

πλᾰτύτης: -ητος, ἡ, πλάτος, όγκος, ποσότητα, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτύτης: -ητος, ἡ, πλάτος, εὖρος, ἥπατος Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18· θηρίων Ξεν. Κύρ. 1. 4, 11. 2) πλατύτης, ἑρμηνείας, ἡ κατὰ πλάτος, Διογ. Λ. 3. 4.

Middle Liddell

πλᾰτύτης, ητος, ἡ,
breadth, bulk, Xen.