πλιγούρι

From LSJ

πρὸ συντριβῆς ἡγεῖται ὕβριςpride goeth before destruction, pride comes before a fall, pride goes before a fall, pride goeth before a fall, pride wenteth before a fall, pride cometh before a fall, pride comes before the fall

Source

Greek Monolingual

και μπληγούρι και μπλιγούρι και μπλογούρι και πλουγούρι και μπλουγούρι και μπουλγούρι και πνιγούρι, το, Ν
1. χονδροαλεσμένο ή χονδροκοπανισμένο σιτάρι που χρησιμοποιείται για την παρασκευή σούπας ή άλλων φαγητών
2. το φαγητό που παρασκευάζεται από χονδροαλεσμένο ή χονδροκοπανισμένο σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλιγούρι που απαντά με ποικίλες μορφές στα διάφορα ιδιώματα δηλώνει το χοντροαλεσμένο σιτάρι, το οποίο πρέπει να βραστεί σε νερό. Για τον τρόπο αυτόν της παρασκευής χρησιμοποιήθηκε ήδη από την αρχαία και βυζαντινή περίοδο το ρ. πνίγω (πρβλ. τη φρ. πνίγω στο νερό ή στο γάλα για το σιτάρι ή τον τραχανά). Επομένως, ως αρχικός πρέπει να θεωρηθεί ο τ. πνιγούρι, με σημ. «πνίξιμο», ο οποίος παράγεται από το ρ. πνίγω είτε απευθείας (πρβλ. ανοιγούρι, αποδιαλεγούρι) είτε μέσω ενός αμάρτυρου τ. πνιγούρα (πρβλ. φαγούρα, χασούρα). Ο τ. πλιγούρι προήλθε στη συνέχεια με αντικατάσταση του δυσκολοπρόφερτου συμφωνικού συμπλέγματος πν- από το πλ- (πρβλ. πνεύμων: πλεμόνι, πνεύμα: πλέμα, πνίγω: πλίγω), ο τ. μπλιγούρι αναλογικά προς το πλεξούδα / μπλεξούδα, ενώ οι τ. πλουγούρι / μπλουγούρι με αφομοίωση. Τέλος, η γραφή της λ. με -η- οφείλεται στην παρετυμολογική της σύνδεση με το ρ. πλήττω «χτυπώ»].