ποδήνεμος
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
English (LSJ)
(Dor. ποδάνεμος B.6.13), ον, wind-swift, epithet of Iris, π. ὠκέα Ἶρις Il. 2.786, al. (never in Od.); ὦ π. τέκος, of a runner, B.l.c.: Com., καρκίνοι ποδάνεμοι [ᾱ] Crates Com.29 (-ήνεμοι cj. Mein.), cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 643] sturmfüßig, schnell wie der Sturmwind; als Beiwort der Iris häufig in der Il., nie in der Od.; in der Form ποδάνεμοι καρκίνοι Crates bei Ath. III, 117 b.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux pieds agiles (propr. rapides comme le vent).
Étymologie: πούς, ἄνεμος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποδήνεμος -ον, Dor. ποδᾱ́νεμος [πούς, ἄνεμος] snel als de wind.
Russian (Dvoretsky)
ποδήνεμος: ветроногий, т. е. быстрый как ветер (Ἶρις Hom.).
English (Autenrieth)
(ἄνεμος): wind-swift, epithet of Iris. (Il.)
Greek Monotonic
ποδήνεμος: -ον, γρήγορος σαν τον άνεμο, λέγεται για την Ίριδα, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
ποδήνεμος: -ον, ὁ ὠκύπους ὥσπερ ἄνεμος, ἐπίθ. τῆς Ἴριδος, ποδ. ὠκέα Ἶρις, συχν. ἐν τῇ Ἰλ., οὐδαμοῦ ἐν τῇ Ὀδ.: κωμικῶς ποδάνεμοι καρκίνοι Κράτης ἐν «Σαμίοις» 1· πρβλ. πόδαυρος.
Middle Liddell
ποδ-ήνεμος, ον,
windswift, of Iris, Il.