ποικιλόμορφος
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
ποικιλόμορφον, variegated, ἱμάτια Ar.Pl.530; of many shapes, (θεά), of Fortune, Lyr.Alex.Adesp.34.1.
German (Pape)
[Seite 650] von bunter, mannichfaltiger Gestalt, buntfarbig, Ar. Plut. 530 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux formes diverses ou changeantes.
Étymologie: ποικίλος, μορφή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποικιλόμορφος -ον [ποικίλος, μορφή] bont versierd.
Russian (Dvoretsky)
ποικῐλόμορφος: пестрый, разноцветный или узорчатый (ἱμάτια Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ποικῐλόμορφος: -ον, ποικιλόχρους, ποικιλοχρώματος, ἱμάτια Ἀριστοφ. Πλ. 530.
Greek Monotonic
ποικῐλόμορφος: -ον, αυτός που έχει ποικίλη μορφή, ποικιλόχρωμος, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ποικῐλό-μορφος, ον,
of varied form, variegated, Ar.