πολυκέλαδος

From LSJ

Οὔτοι ποθ᾽ οὑχθρός, οὐδ᾽ ὅταν θάνῃ, φίλος → One’s enemy does not become one’s friend when they die

Sophocles, Antigone, 522
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκέλᾰδος Medium diacritics: πολυκέλαδος Low diacritics: πολυκέλαδος Capitals: ΠΟΛΥΚΕΛΑΔΟΣ
Transliteration A: polykélados Transliteration B: polykelados Transliteration C: polykelados Beta Code: poluke/lados

English (LSJ)

πολυκέλαδον, much-sounding, Luc.Trag.118.

German (Pape)

[Seite 664] viel, weit, stark rauschend, Luc. Tragod. 118.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très bruyant, retentissant.
Étymologie: πολύς, κέλαδος.

Russian (Dvoretsky)

πολυκέλᾰδος: громогласный, шумливый (κόσσυφος Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκέλᾰδος: -ον, ὁ πολὺ ἠχῶν, Λουκ. Τραγῳδοποδ. 118.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυκέλαδος, -ον, ΝΑ
αυτός που κάνει μεγάλο θόρυβο, που αντηχεί μακριά
νεοελλ.
1. (για πτηνό) αυτός που κελαηδάει πολύ
2. (για άνθρωπο) φλύαρος, πολυλογάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κέλαδος (< κέλαδος, , «θόρυβος, ήχος»), πρβλ. καλλικέλαδος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυκέλαδος -ον [πολύς, κέλαδος] luidklinkend:. πολυκέλαδος κόσσυφος de luidklinkende merel Luc. 69.118.