πολυκέλαδος
From LSJ
Οὔτοι ποθ᾽ οὑχθρός, οὐδ᾽ ὅταν θάνῃ, φίλος → One’s enemy does not become one’s friend when they die
English (LSJ)
πολυκέλαδον, much-sounding, Luc.Trag.118.
German (Pape)
[Seite 664] viel, weit, stark rauschend, Luc. Tragod. 118.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très bruyant, retentissant.
Étymologie: πολύς, κέλαδος.
Russian (Dvoretsky)
πολυκέλᾰδος: громогласный, шумливый (κόσσυφος Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
πολῠκέλᾰδος: -ον, ὁ πολὺ ἠχῶν, Λουκ. Τραγῳδοποδ. 118.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυκέλαδος, -ον, ΝΑ
αυτός που κάνει μεγάλο θόρυβο, που αντηχεί μακριά
νεοελλ.
1. (για πτηνό) αυτός που κελαηδάει πολύ
2. (για άνθρωπο) φλύαρος, πολυλογάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κέλαδος (< κέλαδος, ὁ, «θόρυβος, ήχος»), πρβλ. καλλικέλαδος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυκέλαδος -ον [πολύς, κέλαδος] luidklinkend:. πολυκέλαδος κόσσυφος de luidklinkende merel Luc. 69.118.