προγυμνάζω

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προγυμνάζω Medium diacritics: προγυμνάζω Low diacritics: προγυμνάζω Capitals: ΠΡΟΓΥΜΝΑΖΩ
Transliteration A: progymnázō Transliteration B: progymnazō Transliteration C: progymnazo Beta Code: progumna/zw

English (LSJ)

exercise beforehand, train beforehand, χέρα S.Fr.498; ἑαυτὸν ἐς ἄλλον βίον Luc.Herm.78, cf. Porph.VP47: esp. train in oratory, Arr. Epict.1.26.13, etc.:—Med., study, practise oneself, Gal.Anim.Pass.2.3; but also, act as προγυμναστής 2, Id.6.177:—Pass., of arguments or passages, to be prepared beforehand, οἱ προγυμνασθέντες λόγοι Hermog. Inv.4.12.

German (Pape)

[Seite 714] vorher üben; χέρα, Soph. frg. 450; Luc. Hermot. 78 u. a. Sp., auch im med.

French (Bailly abrégé)

exercer auparavant, préparer par l'exercice, acc..
Étymologie: πρό, γυμνάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-γυμνάζω vooraf oefenen:; εἰ μή τι ἐς ἄλλον... βίον προγυμνάζεις ἑαυτόν tenzij je jezelf traint voor een ander leven Luc. 70.78; ptc. perf. med.-pass.. τοῖς πόνοις προγεγυμνασμένον vooraf getraind door ontberingen Luc. 80.10.3.

Russian (Dvoretsky)

προγυμνάζω: заранее упражнять, заблаговременно приучать, подготовлять (χέρα Soph.; ἑαυτόν ἔς τι Luc.).

Greek Monolingual

ΝΑ
γυμνάζω ή ασκώ κάποιον προηγουμένως, προκαταρκτικώς
νεοελλ.
1. γυμνάζω, ασκώ
2. προετοιμάζω μαθητή για εξετάσεις παραδίδοντάς του ιδιαίτερα μαθήματα
αρχ.
1. καταρτίζω κάποιον προηγουμένως στη ρητορική
2. (μέσ. και παθ.) προγυμνάζομαι
α) (για επιχειρήματα ή για γραπτά κείμενα) προετοιμάζομαι από πριν («oἱ προγυμνασθέντες λόγοι», Ερμογ.)
β) γυμνάζομαι, ασκούμαι.

Greek Monotonic

προγυμνάζω: μέλ. -σω, γυμνάζω ή ασκώ από πριν, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

προγυμνάζω: ὡς καὶ νῦν, γυμνάζω ἢ ἀσκῶ προηγουμένως, χέρα Σοφ. Ἀποσπ. 450˙ ἑαυτὸν ἐς ἄλλον βίον Λουκ. Ἑρμότ. 78˙ ἰδίως, προγυμνάζω τινὰ εἰς τὴν ῥητορικήν, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 26, 13, κτλ. ― Παθ., ἐπὶ λόγων, οἱ προγυμνασθέντες λόγοι, οἱ προπαρασκευασθέντες, Ἑρμογέν. περὶ Εὑρέσ. 4. σ. 214.

Middle Liddell

fut. σω
to exercise or train beforehand, Luc.