προκαταπαύω
From LSJ
Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau
English (LSJ)
cause to cease before, τινος from…, Lib.Or.18.99; but π. [τινὰ] ροῦ συμμέτρου before the moderate amount, Gal.6.286.
Greek (Liddell-Scott)
προκαταπαύω: καταπαύω, πρότερον, οὐ δυνηθεὶς προκαταπαῦσαι τοῦ φρονήματος Λιβάν. 1. 554.
Greek Monolingual
Α καταπαύω
1. κάνω να σταματήσει κάτι εκ τών προτέρων («οὐ δυνηθεὶς προκαταπαῦσαι τοῦ φρονήματος», Λιβάν.)
2. καταπαύω, σταματώ προτού να... («προκαταπαύειν τινὰ τοῦ συμμέτρου», Γαλ.).