προσσωρεύω

From LSJ

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσσωρεύω Medium diacritics: προσσωρεύω Low diacritics: προσσωρεύω Capitals: ΠΡΟΣΣΩΡΕΥΩ
Transliteration A: prossōreúō Transliteration B: prossōreuō Transliteration C: prossoreyo Beta Code: prosswreu/w

English (LSJ)

A heap up beside, λίθους τοῖς Ἑρμαῖς Corn.ND16.
II store up, Luc.Anach.25, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 780] dazu, dabei häufen, anhäufen; Luc. Anach. 25; Geopon.

French (Bailly abrégé)

amasser en outre ou encore.
Étymologie: πρός, σωρεύω.

Russian (Dvoretsky)

προσσωρεύω: собирать в кучу, нагромождать (τὸν καρπόν Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

προσσωρεύω: ἐπισωρεύω τι πρός τι, Λουκ. Ἀνάχ. 25, Κορνούτου περὶ Θεῶν Φύσ. 16.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. τοποθετώ σε σωρό κάτι ακόμη («προσσωρεύουσι τοῖς ἑρμαῖς τοὺς λίθους», Κορνούτ.)
2. αποθηκεύω κάτι ακόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + σωρεύω «αποθηκεύω, στοιβάζω»].

Greek Monotonic

προσσωρεύω: μέλ. -σω, συσσωρεύω, συγκεντρώνω επιπλέον, σε Λουκ.

Middle Liddell

fut. σω
to store up besides, Luc.