προσυντρίβω
From LSJ
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
English (LSJ)
[ῑ], break in pieces before, ῥάβδους Id.59.20.
German (Pape)
[Seite 785] vorher zerreiben, zerbrechen, D. Cass. 59, 20.
Greek (Liddell-Scott)
προσυντρίβω: [ῑ], συντρίβω πρότερον, Δίων Κ. 59. 20.
Greek Monolingual
Α συντρίβω
σπάζω σε κομμάτια, κομματιάζω, θρυμματίζω προηγουμένως («τὰς ῥάβδους προσυντρίψας», Δίων Κάσσ.).