προσόχθισμα
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
-ατος, τό, object of wrath, offence, ib.4 Ki.23.13; προσοχθίσματι προσοχθιεῖς ib.De.7.26.
German (Pape)
[Seite 775] τό, Unwille worüber, Abscheu, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσόχθισμα: τό, = βδέλυγμα, Ἑβδ. (Δευτερ. Ζ΄, 26, Βασιλ. Γ΄, κεφ. ΙϚ΄, 32, αὐτόθι Δ΄, κεφ. ΚΓ΄, 13 καὶ ἀλλ.)· «προσοχθίσματα ἡ γραφὴ καλεῖ τὰ εἴδωλα» Σουΐδ.: -ισμός, ὁ, «πρόσκρουσις, δεινοπάθεια, πάθος γνώμης, συμπάθεια», Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ίσματος, τὸ, ΜΑ προσοχθίζω
αντικείμενο βδελυγμού.