ρυάδα

From LSJ

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source

Greek Monolingual

η / ῥυάς, -άδος, ὁ, ἡ, το, ΝΜΑ
το θηλ. ως ουσ. η ρυάδα και ῥυάς
νόσος τών οφθαλμών που προκαλεί συνεχή, παθολογική ροή δακρύων
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. α) ασθένεια του τριχωτού της κεφαλής, τριχόπτωση
β) ασθένεια τών αμπελιών που προκαλεί πτώση τών ρωγών
αρχ.
ως επίθ.
1. πλαδαρός, σαν να είναι ρευστός («σώματος ῥυάδος γενομένου», Αριστοτ.)
2. αυτός που αποβάλλει κάτι, που του πέφτουν τα φύλλα ή οι τρίχες («ῥυὰς ἄμπελος», Θεόφρ.)
3. το θηλ. ως ουσ. ουρητική σύριγγα, καθετήρας
4. (το θηλ. ως ουσ. στον πληθ.) αἱ ῥυάδες
κοπάδια ψαριών που τα παρασύρουν τα ρεύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF- του ῥέω + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. μαιν-άς, -άδος)].