ρυπώ

From LSJ

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410

Greek Monolingual

(I)
(ῥυπῶ) -άω, ΜΑ, και επικ. τ. ῥυπόω Α ῥύπος
μσν.
(το αρσ. της μτχ. στον πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) oἱ ῥυπῶντες
μοναχοί του 19ου αιώνα οι οποίοι ουδέποτε πλένονταν, επειδή θεωρούσαν ως αμαρτία κάθε περιποίηση του σώματος
αρχ.
(αμτβ.)
1. είμαι ρυπαρός, ακάθαρτος, γεμάτος ρύπους, βρομάω
2. παθ. ῥυπῶμαι, -άομαι
(για τα αφτιά) είμαι γεμάτος κυψελίδα.
(II)
(ῥυπῶ) -όω, Α
1. ρυπαίνω, λερώνω κηλιδώνωοὔτε τῷ ῥυπώσαντι αὐτὸν ἀκουσίως», Θεόφρ.)
2. παθ. ῥυποῦμαι, -όομαι
είμαι ρυπαρός, ρυπαίνομαι, λερώνομαι («ἵνα κλυτὰ εἵματ' ἄγωμαι εἰς ποταμὸν πλυνέουσα τά μοι ῥερυπωμένα κεῖται», Ομ. Οδ.).
(III)
ῥυπῶ, -όω, ΝΜ
(μτβ.) καθιστώ κάτι ρυπαρό, ρυπαίνω, λερώνω.