σήμαντρο

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544

Greek Monolingual

το / σήμαντρον, ΝΜΑ
νεοελλ.-μσν.
1. ξύλινο ή μεταλλικό αντικείμενο, συνήθως δοκάρι ή έλασμα, αναρτημένο με αλυσίδα, το οποίο οι μοναχοί χτυπούν ρυθμικά με ειδικό πλήκτρο στα μοναστήρια, σε καθορισμένο χρόνο, όπως προβλέπει το τυπικό («σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι / με τετρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυό καμπάνες», δημ. τραγούδι)
2. σφραγίδα, όργανο σφραγίσματος
νεοελλ.
κρουστό μουσικό όργανο, τρίγωνο
μσν.-αρχ.
σφραγίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημαίνω + επίθημα -τρον (πρβλ. στέγαστρον)].