σήμαντρον

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σήμαντρον Medium diacritics: σήμαντρον Low diacritics: σήμαντρον Capitals: ΣΗΜΑΝΤΡΟΝ
Transliteration A: sḗmantron Transliteration B: sēmantron Transliteration C: simantron Beta Code: sh/mantron

English (LSJ)

τό, = σημαντήριον, seal, σημάντρων σόων unbroken seals, Hdt.2.121.β; σ. ἀνείς, ἀνοίξαντες, E.IA325, X.Lac.6.4: metaph., δεινοῖς σημάντροισιν ἐσφραγισμένοι, i.e. wounded, E.IT1372.

German (Pape)

[Seite 874] τό, = σημαντήριον, Siegel; σήμαντρα σῶα, unverletzte Siegel; Her. 2, 121; δεινοῖς σημάντροισιν ἐσφραγισμένοι Eur. I. T. 1372.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
sceau, cachet.
Étymologie: σημαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σήμαντρον -ου, τό [σημαίνω] zegel:; σήμαντρ’ ἀνείς toen hij de zegels losgemaakt had Eur. IA 325; overdr.. δεινοῖς δὲ σημάντροισιν ἐσφραγισμένοι getekend door vreselijke slagen Eur. IT 1372.

Russian (Dvoretsky)

σήμαντρον: τό
1 печать Xen.: σήμαντρα σῶα Her. нетронутые печати;
2 перен. ушиб, синяк или рана: δεινοῖς σημάντροισιν ἐσφραγισμένοι Eur. покрытые страшными ушибами.

Greek Monotonic

σήμαντρον: τό, = σημαντήριον, σφραγίδα, βούλα, σε Ηρόδ., Ευρ.· μεταφ., δεινοῖς σημάντροισιν ἐσφραγισμένοι, δηλ. τραυματισμένοι, πληγωμένοι, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

σήμαντρον: τό, = σημαντήριον, σφραγίς, σήμαντρα σῶα, σφραγῖδες οὐχὶ τευθρασμέναι, Ἡρόδ. 2. 121, 2· σ. ἀνιέναι, ἀνοίγειν Εὐρ. Ι. Α. 325, Ξεν. Λακ. 6. 4· μεταφορ., δεινοῖς σημάντροισιν ἐσφραγισμένοι, δηλ. τετραυματισμένοι, Εὐρ. Ι. Τ. 1372. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σήμαντρα· σφραγῖδες».

Middle Liddell

σήμαντρον, ου, τό, = σημαντήριον
a seal, Hdt., Eur.; metaph., δεινοῖς σημάντροισιν ἐσφραγισμένοι, i. e. wounded, Eur.

English (Woodhouse)

scar, mark of a wound

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=σφραγίδα). Ἀπό τό σημαίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.