σαχλός
From LSJ
Greek Monolingual
-ή, -ό / σαχλός, -ή, -όν, ΝΜ
άνοστος, ανούσιος, ανόητος
νεοελλ.
1. αυτός που λέει άνοστα αστεία
2. αυτός που κάνει σαχλαμάρες
μσν.
πλαδαρός, μαλακός, γλοιώδης («ἄσπαστρον, ἄξυντον, σαχλόν, ἀνάλατον, βρωμιάριν», Πρόδρ.).
επίρρ...
σαχλά Ν
με σαχλό τρόπο («φέρεται σαχλά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη το επίθ. σαχλός έχει σχηματιστεί από σαφλός (προφορά Πόντου) < παλαιότερο σαθλός αντί σαθρός κατ' επίδραση του μσν. σαλός με την ίδια σημ. Κατ' άλλη άποψη, η λ. έχει προέλθει από το επίθ. σαχνός «τρυφερός, ασθενής, αδύναμος»].