σαχνός

From LSJ

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαχνός Medium diacritics: σαχνός Low diacritics: σαχνός Capitals: ΣΑΧΝΟΣ
Transliteration A: sachnós Transliteration B: sachnos Transliteration C: sachnos Beta Code: saxno/s

English (LSJ)

σαχνή, σαχνόν, tender, κρέα Gal.16.761, cf.Hsch.s.vv. σαυχμόν, σαχνόν.

Greek Monolingual

και σακνός, -ή, -όν, ΜΑ
1. τρυφερός («σαχνὰ κρέα», Γαλ.)
2. ασθενής, αδύνατος, ισχνός («καὶ παλαμύδες ποταπές, σαχνὲς καὶ βρωμισμένες», Πρόδρ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. σαχνός και σακνός (πρβλ. σαυκρόν: σαυχμόν) έχουν συνδεθεί με τον ενεστ. σώχω, ιων. τ. του ψώχω «τρίβω». Η εναλλαγή στον φωνηεντισμό ω / α είναι σπάνια και δυσερμήνευτη (πρβλ. και λ. ψαχνός). Για την εναλλαγή, εξάλλου, ψ / σ (πρβλ. σαυκρός: ψαυκρός), βλ. λ. ψώχω.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: tender, mellow (κρέα; Gal.), σαχνόν ἀσθενές, χαῦνον II.
Other forms: Also σακνός (s. v.) and MGr. NGr. ψαχνός thin, and σαχρός.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: From σώχω, ψώχω rub down (Bezzenberger BB 5, 315; Fick BB 26, 115); on ω: α cf. Schwyzer 340. Deatils in Georgacas Glotta 36, 181 a. 193. (The loss of aspiration in σακνός acc. to Bechtel Dial. 3, 330 (with Kretschmer) from a metathesis khn > knh (?). -- Besides σαυχμόν σαχνόν etc. H. through cross with σαυκρόν (s. v.) and other words with σαυ- (s. σαύρα). -- The variation points to a Pre-Greek word.

Frisk Etymology German

σαχνός: {sakhnós}
Forms: Auch σακνός (s. d.) und mgr. ngr. ψαχνός mager
Meaning: weich, mürbe (κρέα; Gal.), σαχνόν· ἀσθενές, χαῦνον II.
Etymology: Von σώχω, ψώχω zerreiben (Bezzenberger BB 5, 315; Fick BB 26, 115); zum Ablaut ω: α noch Schwyzer 340. Einzelheiten bei Georgacas Glotta 36, 181 u. 193. Der Hauchverlust in σακνός wurzelt nach Bechtel Dial. 3, 330 (mit Kretschmer) in einer Metathese khn > knh. — Daneben σαυχμόν· σαχνόν usw. H. durch Kreuzung mit σαυκρόν (s. d.) und anderen Wörtern auf σαυ- (s. σαύρα).
Page 2,685

German (Pape)

(σαυχμός), nach Galen. vulgärer Ausdruck für ψαθυρὰ κρέα.