σιδηροδάκτυλος
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
σιδηροδάκτυλον, iron-fingered, κρεάγρη AP6.101 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 879] eisenfingerig, mit eisernen Fingern, κρεάγρα, Philp. 13 (VI, 101).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux doigts de fer.
Étymologie: σίδηρος, δάκτυλος.
Russian (Dvoretsky)
σῐδηροδάκτῠλος: с железными пальцами, т. е. зубьями (κρεάγρα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηροδάκτῠλος: -ον, ὁ ἔχων δακτύλους ἐκ σιδήρου, κρεάγρα Ἀνθ. Π. 6. 101.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει σιδερένια δάχτυλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -δάκτυλος (< δάκτυλος), πρβλ. ροδοδάκτυλος.
Greek Monotonic
σῐδηροδάκτῠλος: -ον, αυτός που έχει σιδερένια δάχτυλα, σε Ανθ.
Middle Liddell
σῐδηρο-δάκτῠλος, ον,
iron-fingered, Anth.